- προσυγχέω
- Απροκαλώ σύγχυση προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + συγχέω «συγχύζω, ταράζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek